- μεταβιβαστικός
- -ή, -ό1. αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση («μεταβιβαστικό έγγραφο»)2. γραμμ. «μεταβιβαστικά ρήματα» — τα ρήματα που σημαίνουν ότι την ενέργεια δεν τήν εκτελεί το ίδιο το υποκείμενο, αλλά άλλο πρόσωπο κατά παραγγελία ή κατ' εντολή τού υποκειμένου, π.χ. ποτίζω = κάνω ή βάζω κάποιον να πιει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Π. Καλλιγά].
Dictionary of Greek. 2013.